γηροτροφία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γηροτροφία]], η (Α) [[γηροτρόφος]]<br />[[γηροβοσκία]].
|mltxt=[[γηροτροφία]], η (Α) [[γηροτρόφος]]<br />[[γηροβοσκία]].
}}
{{elru
|elrutext='''γηροτροφία:''' ἡ Plut. = [[γηροβοσκία]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηροτροφία Medium diacritics: γηροτροφία Low diacritics: γηροτροφία Capitals: ΓΗΡΟΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: gērotrophía Transliteration B: gērotrophia Transliteration C: girotrofia Beta Code: ghrotrofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = γηροβοσκία, Antipho Soph.66, PFlor.382.39 (iii A. D.); τὰς γ. ἀποτίνειν Plu.2.579e.

Greek (Liddell-Scott)

γηροτροφία: ἡ, = γηροβοσκία, Πλούτ. 2. 579Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. γηροβοσκία.
Étymologie: γηροτρόφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cuidado, atención en la vejez, seguridad para la vejez γ. γὰρ προσέοικε παιδοτροφίᾳ Antipho Soph.B 66, τὰς Λυσίδος γηροτροφίας ἀποτίνειν Plu.2.579e, cf. PFlor.382.39 (III d.C.).

Greek Monolingual

γηροτροφία, η (Α) γηροτρόφος
γηροβοσκία.

Russian (Dvoretsky)

γηροτροφία: ἡ Plut. = γηροβοσκία.