δυσμείλικτος: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσμείλικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσμείλικτον</i> η [[ιδιότητα]] του δυσμείλικτου.
|mltxt=[[δυσμείλικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσμείλικτον</i> η [[ιδιότητα]] του δυσμείλικτου.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμείλικτος:''' неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).
}}
}}