τεχνιτεία: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(41) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[τεχνιτεύω]]<br />έντεχνη [[εργασία]]. | |mltxt=ἡ, Α [[τεχνιτεύω]]<br />έντεχνη [[εργασία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεχνῑτεία:''' ἡ искусство, умение Diog. L.: πολλῆς τεχνιτείας εἶναι Sext. быть выполненным с большим искусством. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A artifice, Epicur.Ep.2p.40U., Hippoloch. ap. Ath.4.130a, S.E.M.5.86.
German (Pape)
[Seite 1103] ἡ, das künstliche Arbeiten, die Künstelei; Ath. VI, 130 a; D. L. 10, 93.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνῑτεία: ἡ ἔντεχνος ἐκτέλεσις, ἔντεχνος ἐργασία, Λατιν. elaboratio, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 93, Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 80· κοινῶς τεχνητεία. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
Greek Monolingual
ἡ, Α τεχνιτεύω
έντεχνη εργασία.
Russian (Dvoretsky)
τεχνῑτεία: ἡ искусство, умение Diog. L.: πολλῆς τεχνιτείας εἶναι Sext. быть выполненным с большим искусством.