ὀνοβάτις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
(29)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνοβάτις]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που υπέπεσε σε [[μοιχεία]] και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη [[πάνω]] σε όνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i> (θηλ. τ. του -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακανθο</i>-<i>βάτις</i>].
|mltxt=[[ὀνοβάτις]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που υπέπεσε σε [[μοιχεία]] και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη [[πάνω]] σε όνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i> (θηλ. τ. του -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακανθο</i>-<i>βάτις</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνοβάτις:''' ῐδος (ᾰ) ἡ сажаемая верхом на осла (вид наказания для неверных жен в Кумах) Plut.
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοβάτις Medium diacritics: ὀνοβάτις Low diacritics: ονοβάτις Capitals: ΟΝΟΒΑΤΙΣ
Transliteration A: onobátis Transliteration B: onobatis Transliteration C: onovatis Beta Code: o)noba/tis

English (LSJ)

[ᾰ], ιδος, ἡ,

   A riding on an ass, of an adulteress who was thus punished at Cumae, Plu.2.291e, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 347] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων».

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
qui monte à âne.
Étymologie: ὄνος, βαίνω.

Greek Monolingual

ὀνοβάτις, ἡ (Α)
γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη πάνω σε όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βάτις (θηλ. τ. του -βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθο-βάτις].

Russian (Dvoretsky)

ὀνοβάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ сажаемая верхом на осла (вид наказания для неверных жен в Кумах) Plut.