ἕπευ: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕπευ:''' Ιων. αντί <i>ἕπου</i>, προστ. του [[ἕπομαι]].
|lsmtext='''ἕπευ:''' Ιων. αντί <i>ἕπου</i>, προστ. του [[ἕπομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕπευ:''' ион. imper. к [[ἕπω]].
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἕπευ: Ἰων. παρατ. τοῦ ἕπομαι, ἀλλ’ ἕπευ Ὁμ. Ἰλ. Κ. 146, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. épq. de ἕπομαι.

English (Autenrieth)

see ἕπω.

Greek Monotonic

ἕπευ: Ιων. αντί ἕπου, προστ. του ἕπομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἕπευ: ион. imper. к ἕπω.