κέαται: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
(5)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέᾰται:''' κέᾰτο, Επικ. αντί <i>κεῖνται</i>· <i>ἔκειντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[κεῖμαι]].
|lsmtext='''κέᾰται:''' κέᾰτο, Επικ. αντί <i>κεῖνται</i>· <i>ἔκειντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[κεῖμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κέαται:''' эп.-ион. (= κεῖνται) 3 л. pl. praes. к [[κεῖμαι]].
}}
}}

Revision as of 07:50, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κέᾰται: κέᾰτο, Ἐπικ. γ´ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ κεῖμαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. ind. ion. de κεῖμαι.

English (Autenrieth)

see κεῖμαι.

Greek Monotonic

κέᾰται: κέᾰτο, Επικ. αντί κεῖνται· ἔκειντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του κεῖμαι.

Russian (Dvoretsky)

κέαται: эп.-ион. (= κεῖνται) 3 л. pl. praes. к κεῖμαι.