κέαται: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
(5) |
(2b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κέᾰται:''' κέᾰτο, Επικ. αντί <i>κεῖνται</i>· <i>ἔκειντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[κεῖμαι]]. | |lsmtext='''κέᾰται:''' κέᾰτο, Επικ. αντί <i>κεῖνται</i>· <i>ἔκειντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[κεῖμαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κέαται:''' эп.-ион. (= κεῖνται) 3 л. pl. praes. к [[κεῖμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:50, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κέᾰται: κέᾰτο, Ἐπικ. γ´ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ κεῖμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. ind. ion. de κεῖμαι.
English (Autenrieth)
see κεῖμαι.
Greek Monotonic
κέᾰται: κέᾰτο, Επικ. αντί κεῖνται· ἔκειντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του κεῖμαι.
Russian (Dvoretsky)
κέαται: эп.-ион. (= κεῖνται) 3 л. pl. praes. к κεῖμαι.