περικάρπιον: Difference between revisions
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
(6_21) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικάρπιον''': τό, ἡ [[θήκη]] τοῦ καρποῦ ἢ τοῦ σπόρου, [[λέπυρον]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 1, 6, Μετεωρ. 4. 3, 1, π. Ζ. Γεν. 4.4, 4, Προβλ. 20. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1. ΙΙ. τὸ περὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς [[ψέλιον]], «βραχιόλι», [[Πολυδ]]. Ε΄, 99. | |lstext='''περικάρπιον''': τό, ἡ [[θήκη]] τοῦ καρποῦ ἢ τοῦ σπόρου, [[λέπυρον]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 1, 6, Μετεωρ. 4. 3, 1, π. Ζ. Γεν. 4.4, 4, Προβλ. 20. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1. ΙΙ. τὸ περὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς [[ψέλιον]], «βραχιόλι», [[Πολυδ]]. Ε΄, 99. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικάρπιον:''' τό скорлупа или оболочка плода Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A case of fruit or seed, pod, husk, or shell, Arist. de An.412b2, Mete.380a11, GA770a15, Pr.925b30, Thphr.HP1.2.1,al., Phan.Hist.34, Dsc.2.110. II bracelet, Poll.5.99, Malch.p.423 D.
German (Pape)
[Seite 578] τό, das, was die Frucht od. den Samen umgiebt, Samenkapsel, Schale der Frucht; Arist. meteor. 4, 3; probl. 20, 25; τῶν ῥοιῶν, Alciphr. 3, 60; a. Sp. – Auch = Armband. Poll.
Greek (Liddell-Scott)
περικάρπιον: τό, ἡ θήκη τοῦ καρποῦ ἢ τοῦ σπόρου, λέπυρον, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 1, 6, Μετεωρ. 4. 3, 1, π. Ζ. Γεν. 4.4, 4, Προβλ. 20. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1. ΙΙ. τὸ περὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς ψέλιον, «βραχιόλι», Πολυδ. Ε΄, 99.
Russian (Dvoretsky)
περικάρπιον: τό скорлупа или оболочка плода Arst.