Πιερία: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πῑερία:''' Ιων. -ίη, ἡ, η [[Πιερία]], [[περιοχή]] στο βόρειο [[τμήμα]] της Θεσσαλίας, σε Όμηρ.· [[Πιερίηθεν]], από την [[Πιερία]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''Πῑερία:''' Ιων. -ίη, ἡ, η [[Πιερία]], [[περιοχή]] στο βόρειο [[τμήμα]] της Θεσσαλίας, σε Όμηρ.· [[Πιερίηθεν]], από την [[Πιερία]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πῑερία:''' ион. [[Πιερίη|Πῑερίη]] ἡ Пиерия (область в юго-зап. Македонии, родина Орфея, излюбленное местопребывание Муз) Hom., HH, Hes., Her.
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πῑερία Medium diacritics: Πιερία Low diacritics: Πιερία Capitals: ΠΙΕΡΙΑ
Transliteration A: Piería Transliteration B: Pieria Transliteration C: Pieria Beta Code: *pieri/a

English (LSJ)

ἡ, Ion. -ιη, Pieria, in the S.W. of Macedonia, Il.14.226, Od.5.50, Hes.Th.53. Adv. Πῑερίηθεν,

   A from Pieria, Id.Op.1, h.Merc. 85: Πῑερίδες, αἱ, Pierides, name of the Muses, as haunting Pieria, Hes.Sc.206, Pi.O.10(11).96, P.1.14, etc.: Adj. Πῑερικός, ή, όν, Hdt. 4.195, etc.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Piérie, contrée de la Macédoine, près de l’Olympe, séjour des Muses.
Étymologie: vraisembl. de πῖαρ, litt. contrée fertile.

Greek Monotonic

Πῑερία: Ιων. -ίη, ἡ, η Πιερία, περιοχή στο βόρειο τμήμα της Θεσσαλίας, σε Όμηρ.· Πιερίηθεν, από την Πιερία, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

Πῑερία: ион. Πῑερίη ἡ Пиерия (область в юго-зап. Македонии, родина Орфея, излюбленное местопребывание Муз) Hom., HH, Hes., Her.