δορκαλίς: Difference between revisions
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δορκᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[δορκάς]], σε Ανθ.· [[παίγνια]] δορκαλίδων, κύβοι, ζάρια φτιαγμένα από αστραγάλους ζαρκαδιού, στον ίδ. | |lsmtext='''δορκᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[δορκάς]], σε Ανθ.· [[παίγνια]] δορκαλίδων, κύβοι, ζάρια φτιαγμένα από αστραγάλους ζαρκαδιού, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορκᾰλίς:''' ίδος ἡ Anth. = [[δορκάς]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = δορκάς, Call.Epigr.33.2, AP7.578 (Agath.), Opp. C.1.165; of a girl, AP5.291.12 (Agath.). II δορκαλῖδες, ων, αἱ, = δορκάδειοι ἀστράγαλοι, Herod.3.19.
German (Pape)
[Seite 658] ίδος, ἡ, = δορκάς, Opp. C. 1, 440; Callim. ep. 33, 2; παίγνια δορκαλίδων heißen die Speere, die nicht mehr geschwungen werden, Agath. 92 (V, 578). Von einem Mädchen, Agath. 25 (V, 292). Nach Suid. sind δορκαλίδες ein Marterinstrument, eine Peitsche aus Rehleder.
Greek (Liddell-Scott)
δορκᾰλίς: -ίδος, ἡ, = δορκάς. Καλλ. Ἐπ. 33. 2· ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 2. 292· ― παίγνια δορκαλίδων, κύβοι κατεσκευασμένοι ἐξ ἀστραγάλων δορκάδος, αὐτόθι, 7. 578. ΙΙ. μαστίγιον ἐκ δέρματος δορκάδος ἢ ἐλάφου, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
I. subst. chevreuil, animal ; fig. biche en parl. d’une jeune fille;
II. adj. de chevreuil ; subst. fouet en peau de chevreuil.
Étymologie: δορκάς.
Spanish (DGE)
(δορκᾰλίς) -ίδος, ἡ
• Prosodia: [-ῐ- pero -ῑ- Herod.3.19]
• Morfología: [plu. dat. δορκαλίδεσσιν Opp.C.3.480]
1 gacela o corzo Call.Epigr.31.2, Opp.C.1.165, l.c., AP 7.578 (Agath.)
•metáf. ref. a una muchacha AP 5.292 (Agath.).
2 plu. αἱ δορκαλῖδες tabas de gacela para jugar, Herod.l.c.
3 plu. correas, látigo prob. hecho de tiras de piel de corzo πᾶν τὸ σῶμα δορκαλίσι καταξανθείς Gr.Naz.M.35.717A, cf. Sud.s.u. δορκαλίδες.
Greek Monotonic
δορκᾰλίς: -ίδος, ἡ, = δορκάς, σε Ανθ.· παίγνια δορκαλίδων, κύβοι, ζάρια φτιαγμένα από αστραγάλους ζαρκαδιού, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δορκᾰλίς: ίδος ἡ Anth. = δορκάς 1.