τύκη: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τύκη:''' ἡ ([[τύκος]]), [[εργαλείο]] κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.
|lsmtext='''τύκη:''' ἡ ([[τύκος]]), [[εργαλείο]] κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τύκη:''' ἡ Eur. (v. l. к [[τεῖχος]] и [[τύπος]]) = [[τύκισμα]].
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

τύκη: ἡ, ὄργανον λιθοκόπου, ἐν τύκαισι λαΐνοισι Γιγάντων (κατὰ τὸν Ἕρμαν. ἀντὶ τείχεσι) Εὐρ. Ἴων 206· πρβλ. τύκισμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
εργαλείο λιθοκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τύχος, κατά τα θηλ.].

Greek Monotonic

τύκη: ἡ (τύκος), εργαλείο κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τύκη: ἡ Eur. (v. l. к τεῖχος и τύπος) = τύκισμα.