λάμψομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λάμψομαι:''' Ιων. αντί [[λήψομαι]], Μέσ. μέλ. του [[λαμβάνω]]. | |lsmtext='''λάμψομαι:''' Ιων. αντί [[λήψομαι]], Μέσ. μέλ. του [[λαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λάμψομαι:''' ион. fut. к [[λαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.Med.of λάμπω, and also Ion. fut. of λαμβάνω. λᾶν· ὁρᾶν, ἢ λίθον, Hsch. λανηθάς· δευτερίας οἶνος, Id.
Greek (Liddell-Scott)
λάμψομαι: μέσ. μέλλ. τοῦ λάμπω, προσέτι καὶ Ἰων. μέλλ. τοῦ λαμβάνω.
French (Bailly abrégé)
f. ion. de λαμβάνω.
Greek Monotonic
λάμψομαι: Ιων. αντί λήψομαι, Μέσ. μέλ. του λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
λάμψομαι: ион. fut. к λαμβάνω.