μικραίτιος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑκραίτιος:''' -ον, αυτός που παραπονιέται για ασήμαντα πράγματα, σε Λουκ. | |lsmtext='''μῑκραίτιος:''' -ον, αυτός που παραπονιέται για ασήμαντα πράγματα, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑκραίτιος:''' жалующийся из-за пустяков, капризный Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A complaining of trifles, easily provoked, Demetr.Lac.Herc.1055.24, Luc.Fug.19, Charito 6.6; amor μ. semper Plin.Ep.2.2.1.
German (Pape)
[Seite 183] um kleiner Dinge willen anklagend, Vorwürfe machend, Luc. Fugit. 19.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκραίτιος: -ον, ὁ παραπονούμενος περὶ μικρῶν καὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, Λουκ. Δραπέτ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se plaint pour peu de chose, pointilleux.
Étymologie: μικρός, αἰτία.
Greek Monolingual
μικραίτιος, -ον (Α)
αυτός που παραπονείται για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + αἴτιος.
Greek Monotonic
μῑκραίτιος: -ον, αυτός που παραπονιέται για ασήμαντα πράγματα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μῑκραίτιος: жалующийся из-за пустяков, капризный Luc.