καλλίπολις: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλίπολις:''' -εως, ἡ, ωραία πόλη, σε Πλάτ. | |lsmtext='''καλλίπολις:''' -εως, ἡ, ωραία πόλη, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλίπολις:''' εως ἡ прекрасное государство или прекрасный город Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fair city, Pl.R.527c: freq. as pr.n.:— hence Καλλιπολῖται, οἱ, Hdt.7.154, etc.
German (Pape)
[Seite 1310] ἡ, schöner Staat, od. Schönstaat, zum Scherz von Plat. Rep. VII, 527 a gebildet; Themist.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπολις: -εως, ἡ, ὡραῖα πόλις, Πλάτ. Πολ. 527C· συχν. ὡς κύριον ὄνομα, Ἡρόδ, Ἡρόδ. 7. 154, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
belle ville.
Étymologie: καλός, πόλις.
Greek Monolingual
καλλίπολις, ἡ (AM)
η ωραία πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + πόλις.
Greek Monotonic
καλλίπολις: -εως, ἡ, ωραία πόλη, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καλλίπολις: εως ἡ прекрасное государство или прекрасный город Plat.