ὑπερορία: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερορία:''' ἡ, βλ. [[ὑπερόριος]]. | |lsmtext='''ὑπερορία:''' ἡ, βλ. [[ὑπερόριος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερορία:''' ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A v. ὑπερόριος 1.2.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.
Greek Monolingual
η / ὑπερορία, ΝΜΑ
βλ. υπερόριος.
Greek Monotonic
ὑπερορία: ἡ, βλ. ὑπερόριος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερορία: ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).