κατανθίζω: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατανθίζω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[άνθη]] («[[στέμμα]] πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», <b>Διόδ.</b>). | |mltxt=[[κατανθίζω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[άνθη]] («[[στέμμα]] πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατανθίζω:''' расцвечивать ([[στέμμα]] χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1365] mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken, στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον D. Sic. 18, 26, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατανθίζω: καὶ παθ. κατανθίζομαι, κοσμῶ δι’ ἀνθέων, ἐν γένει στολίζω, χρώμασι ποικίλοις κατηνθισμένος Διόδ. 18. 26· χρυσῷ κατήνθιστο Καλλίστρ. 898.
Greek Monolingual
κατανθίζω (Α)
στολίζω με άνθη («στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.).
Russian (Dvoretsky)
κατανθίζω: расцвечивать (στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον Diod.).