στερεομετρία: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλάδος]] της γεωμετρίας στον οποίο εξετάζονται οι γεωμετρικές ιδιότητες τών στερεών σωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[καταμέτρηση]] τών στερεών σωμάτων [[κατά]] [[μήκος]], [[πλάτος]] και [[βάθος]] ή ύψος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μέτρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])]. | |mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλάδος]] της γεωμετρίας στον οποίο εξετάζονται οι γεωμετρικές ιδιότητες τών στερεών σωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[καταμέτρηση]] τών στερεών σωμάτων [[κατά]] [[μήκος]], [[πλάτος]] και [[βάθος]] ή ύψος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μέτρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στερεομετρία:''' ἡ стереометрия, измерение твердых (объемных) тел Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A measurement of solids, geometry of three dimensions, Pl.Epin.990d, Arist.APo.78b38, Ph.1.23, Theo Sm.p.1 H.
German (Pape)
[Seite 936] ἡ, das Ausmessen fester Körper nach Lange, Breite, Tiefe od. Höhe, Stereometrie, Arist. An. post. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
στερεομετρία: ἡ, ἡ καταμέτρησις τῶν στερεῶν, γεωμετρία τῶν τριῶν διαστάσεων, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 13, 7.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
κλάδος της γεωμετρίας στον οποίο εξετάζονται οι γεωμετρικές ιδιότητες τών στερεών σωμάτων
αρχ.
η καταμέτρηση τών στερεών σωμάτων κατά μήκος, πλάτος και βάθος ή ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -μετρία (< -μέτρης < μέτρον)].
Russian (Dvoretsky)
στερεομετρία: ἡ стереометрия, измерение твердых (объемных) тел Arst.