μελίγαρυς: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
(SL_2)
(3)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μελῐγᾱρυς</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sweet]] voiced μελιγάρυες ὕμνοι (O. 11.4), (P. 3.64) μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.4) μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.3) κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.47)
|sltr=<b>μελῐγᾱρυς</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sweet]] voiced μελιγάρυες ὕμνοι (O. 11.4), (P. 3.64) μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.4) μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.3) κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.47)
}}
{{elru
|elrutext='''μελίγᾱρυς:''' υος adj. дор. = [[μελίγηρυς]].
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 122] dor. = μελίγηρυς, w. m. s.

English (Slater)

μελῐγᾱρυς
   1 sweet voiced μελιγάρυες ὕμνοι (O. 11.4), (P. 3.64) μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.4) μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.3) κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.47)

Russian (Dvoretsky)

μελίγᾱρυς: υος adj. дор. = μελίγηρυς.