αἰένυπνος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰένυπνος:''' -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.
|lsmtext='''αἰένυπνος:''' -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰένυπνος:''' навеки усыпляющий (Γᾶς [[παῖς]] καὶ Ταρτάρου = [[θάνατος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰένυπνος Medium diacritics: αἰένυπνος Low diacritics: αιένυπνος Capitals: ΑΙΕΝΥΠΝΟΣ
Transliteration A: aiénypnos Transliteration B: aienypnos Transliteration C: aienypnos Beta Code: ai)e/nupnos

English (LSJ)

ον,

   A giving eternal sleep, epith. of Death, S.OC1578 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰένυπνος: -ον, ὁ κοιμίζων τινὰ εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, ἐπίθ. τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Κ 1578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dort éternellement.
Étymologie: ἀεί, ὕπνος.

Spanish (DGE)

-ον
que trae un sueño eterno epít. de la Muerte o Hades σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον S.OC 1578.

Greek Monotonic

αἰένυπνος: -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αἰένυπνος: навеки усыпляющий (Γᾶς παῖς καὶ Ταρτάρου = θάνατος Soph.).