γογγυστής: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γογγυστής:''' -οῦ, ὁ ([[γογγύζω]]), αυτός που γογγύζει, στενάζει, μουρμουρίζει, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''γογγυστής:''' -οῦ, ὁ ([[γογγύζω]]), αυτός που γογγύζει, στενάζει, μουρμουρίζει, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''γογγυστής:''' οῦ ὁ ропщущий NT.
}}
}}

Revision as of 09:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγυστής Medium diacritics: γογγυστής Low diacritics: γογγυστής Capitals: ΓΟΓΓΥΣΤΗΣ
Transliteration A: gongystḗs Transliteration B: gongystēs Transliteration C: goggystis Beta Code: goggusth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A murmurer, mutterer, grumbler, Ep.Jud.16, Thd.Pr.26.20.

German (Pape)

[Seite 500] ὁ, der Murrende, Unwillige, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

γογγυστής: -οῦ, ὁ, ὁ γογγύζων, ψιθυρίζων, «μουρμουρίζων», Ἐπ. Ἰουδ. 16, Θεοδ. Π. Δ. (Παροιμ. κϚ΄, 21).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
murmurador, Ep.Iud.16, Thd.Pr.26.20, Sm.26.22.

English (Strong)

from γογγύζω; a grumbler: murmurer.

English (Thayer)

γογγυστου, ὁ, a murmurer (Vulg., Augustine, murmurator), one who discontentedly complains (against God; for μεμψίμοιροι is added): Theod., Symm.; Graecus Venetus)

Greek Monolingual

ο (AM γογγυστής) γογγύζω
παραπονιάρης, μεμψίμοιρος.

Greek Monotonic

γογγυστής: -οῦ, ὁ (γογγύζω), αυτός που γογγύζει, στενάζει, μουρμουρίζει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

γογγυστής: οῦ ὁ ропщущий NT.