βλητέον: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βάλλω]], πρέπει [[κανείς]] να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βάλλω]], πρέπει [[κανείς]] να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βλητέον:''' NT adj. verb. к [[βάλλω]].
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλητέον Medium diacritics: βλητέον Low diacritics: βλητέον Capitals: ΒΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: blētéon Transliteration B: blēteon Transliteration C: vliteon Beta Code: blhte/on

English (LSJ)

   A one must throw or put, Ev.Marc.2.22.

Greek (Liddell-Scott)

βλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ῥίψῃ ἢ θέσῃ, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. β΄ 22.

Spanish (DGE)

hay que echar, hay que verter οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. Eu.Marc.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι γαστήρ, μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635
fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B.

Greek Monotonic

βλητέον: ρημ. επίθ. του βάλλω, πρέπει κανείς να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βλητέον: NT adj. verb. к βάλλω.