Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διετήσιος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διετήσιος:''' -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, [[έτος]], Λατ. [[perennis]], σε Θουκ.
|lsmtext='''διετήσιος:''' -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, [[έτος]], Λατ. [[perennis]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διετήσιος:''' длящийся в течение всего года (или круглый год), годичный (θυσίαι Thuc.).
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διετήσιος Medium diacritics: διετήσιος Low diacritics: διετήσιος Capitals: ΔΙΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: dietḗsios Transliteration B: dietēsios Transliteration C: dietisios Beta Code: dieth/sios

English (LSJ)

ον,

   A lasting through the year, θυσίαι Th.2.38, cf. Inscr.Prien.112.69 (i B. C.). Adv. -ίως Ar.Fr.766.

Greek (Liddell-Scott)

διετήσιος: -ον, ὁ διαρκῶν ἐπὶ ὁλόκληρον ἔτος ἢ γινόμενος δι’ ὅλου τοῦ ἔτους, Λατ. perennis, θυσίαι Θουκ. 2. 38. -Ἐπίρρ. -ίως, Α. Β. 35.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui dure toute l’année ; au plur. en parl. de jeux et de sacrifices qui se succèdent sans interruption d’un bout à l’autre de l’année.
Étymologie: διά, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene lugar a lo largo de todo el año ἀγῶνες καὶ θυσίαι Th.2.38, cf. D.H.2.63, ἑορταί Luc.Merc.Cond.19, Poll.1.57, ὅτι μὴ καιροῖς τισι διετησίοις excepto en algunas ocasiones a lo largo del año D.H.1.15, cf. Hsch.
de cultivos que dura o se mantiene todo el año op. ὡραῖα Ael.Ep.20, NA 3.10.
2 adv. -ως durante todo el año Ar.Fr.807.

Greek Monolingual

διετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν ολόκληρο χρόνο
2. αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο.

Greek Monotonic

διετήσιος: -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, έτος, Λατ. perennis, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διετήσιος: длящийся в течение всего года (или круглый год), годичный (θυσίαι Thuc.).