σαπέρδης: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, αλλ. [[κορακίνος]] ή [[πλατίστακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, αλλ. [[κορακίνος]] ή [[πλατίστακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].
}}
{{elru
|elrutext='''σᾱπέρδης:''' ου ὁ предполож. засоленная сельдь Arst., Luc.
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾱπέρδης Medium diacritics: σαπέρδης Low diacritics: σαπέρδης Capitals: ΣΑΠΕΡΔΗΣ
Transliteration A: sapérdēs Transliteration B: saperdēs Transliteration C: saperdis Beta Code: sape/rdhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A the fish κορακῖνος, prob. the great Nile-perch, Tilapia nilotica, Hp.Int.25, Ar.Frr.414,686, Archipp.26; a Pontic fish acc. to Archestr.Fr.38.3; σ. τῶν ἐκ τῆς λίμνης PCair.Zen.680.33 (iii B.C.); found in the Maeander, Porph.Abst.3.5; both the κορακῖνος and the πλατίστακος were called ς. acc. to Parmeno ap. Ath.7.308f; cf. σαπερδίς.

German (Pape)

[Seite 861] ὁ, der poetische Name eines gemeinen eingesalzenen Fisches, der frisch κορακῖνος dieß, wahrscheinlich eine Herings- od. Sardellenart; Archestr. u. Timocl. bei Ath. XIII, 339 e; Luc. Gall. 22 hist. conscr. 26.

Greek (Liddell-Scott)

σαπέρδης: -ου, ὁ, Ποντικὸν ὄνομα τοῦ ἰχθύος κορακίνου, Ἱππ. 546. 14, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, 546, Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσι» 10, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 117Α· ἀλλὰ κατὰ τὸν Παρμένωνα, τὸ ὄνομα ἰδίου εἴδους ἰχθύος, πρβλ. Ἀθήν. 308F· πρβλ. σαπερδίς, Ἡσύχ. [ᾱ ἔνθ’ ἀνωτ., Pers. Sat 5. 134].

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κορακίνος ή πλατίστακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].

Russian (Dvoretsky)

σᾱπέρδης: ου ὁ предполож. засоленная сельдь Arst., Luc.