σαπερδίς
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, prob. = σαπέρδης, Arist.HA608a2.
German (Pape)
[Seite 862] ἡ, ein frischer Fisch, also verschieden von σαπέρδης, Arist. H. A. 8, 29.
Russian (Dvoretsky)
σᾱπερδίς: ίδος (ῐδ) ἡ сапердида (род пресноводной рыбы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σαπερδίς: ἡ, ὄνομα ἰχθύος ποταμίου, ὅθεν διαφέροντος ἀπὸ τοῦ σαπέρδου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 7.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
πιθ. ο σαπέρδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπέρδης + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κληματίς)].