αἰγινόμος: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰγῐνόμος:''' -ον ([[αἴξ]], [[νέμω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εκτρέφει κατσίκια, γίδια· ως ουσ., [[αιγοβοσκός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[αἰγίνομος]] (προπαροξ.), Παθ., αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από τις κατσίκες· [[βοτάνη]], στο ίδ. | |lsmtext='''αἰγῐνόμος:''' -ον ([[αἴξ]], [[νέμω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εκτρέφει κατσίκια, γίδια· ως ουσ., [[αιγοβοσκός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[αἰγίνομος]] (προπαροξ.), Παθ., αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από τις κατσίκες· [[βοτάνη]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰγινόμος:''' ὁ Anth. = [[αἰγινομεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (νέμω
A feeding goats: Subst., goatherd, AP6.221 (Leon.), cf. 9.744 (Leon.). II αἰγίνομος, ον, Pass., browsed by goats, βοτάνη ib. 217 (Muc. Scaev.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγῐνόμος: -ον, (νέμω) ὁ νέμων αἶγας: ὡς οὐσιαστ. αἰγοβοσκός, Ἀνθ. Π. 6. 221, πρβλ. 9. 744. ΙΙ. αἰγίνομος (προπαροξ.) παθ. = ἐσθιόμενος ὑπὸ αἰγῶν· βοτάνη, Ἀνθ. Π. 9. 217.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. αἰγινομεύς.
Étymologie: αἴξ, νέμω.
Spanish (DGE)
(αἰγῐνόμος) -ον
que da pasto, que sirve de pasto a las cabrasde tierras, D.H.1.33.
Greek Monotonic
αἰγῐνόμος: -ον (αἴξ, νέμω),
I. αυτός που εκτρέφει κατσίκια, γίδια· ως ουσ., αιγοβοσκός, σε Ανθ.
II. αἰγίνομος (προπαροξ.), Παθ., αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από τις κατσίκες· βοτάνη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγινόμος: ὁ Anth. = αἰγινομεύς.