συντεχνάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_5) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντεχνάομαι''': ἀποθετ., βοηθῶ εἰς τὴν τέχνην (τῆς ναυπηγίας), Πλουτ. Δημήτρ. 43. | |lstext='''συντεχνάομαι''': ἀποθετ., βοηθῶ εἰς τὴν τέχνην (τῆς ναυπηγίας), Πλουτ. Δημήτρ. 43. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-τεχνάομαι helpen bij werkzaamheden. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A assist in the art of shipbuilding, Id.Demetr.43.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνάομαι: ἀποθετ., βοηθῶ εἰς τὴν τέχνην (τῆς ναυπηγίας), Πλουτ. Δημήτρ. 43.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τεχνάομαι helpen bij werkzaamheden.