περικνημίς: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(5) |
(3b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικνημίς:''' ἡ ([[κνήμη]]), [[κάλυμμα]] για το [[πόδι]], προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ. | |lsmtext='''περικνημίς:''' ἡ ([[κνήμη]]), [[κάλυμμα]] για το [[πόδι]], προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικνημίς:''' ῖδος ἡ наголенник Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 580] ῖδος, ἡ, Bedeckung der Wade, Beinschiene; D. Hal. 4, 16; Plut. Philop. 9.
Greek (Liddell-Scott)
περικνημίς: -ῖδος, ἡ, περικάλυμμα τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
armure des jambes, jambart.
Étymologie: περί, κνήμη.
Greek Monotonic
περικνημίς: ἡ (κνήμη), κάλυμμα για το πόδι, προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
περικνημίς: ῖδος ἡ наголенник Plut.