χερνίβιον: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(46) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[χέρνιψ]], -<i>ιβος</i>]<br /><b>1.</b> μικρό [[χέρνιβον]], λεκανάκι («χρήσασθαι τοῑς χρυσοῑς χερνιβίοις καὶ θυμιατηρίοις», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> [[ουροδοχείο]]. | |mltxt=τὸ, Α [[χέρνιψ]], -<i>ιβος</i>]<br /><b>1.</b> μικρό [[χέρνιβον]], λεκανάκι («χρήσασθαι τοῑς χρυσοῑς χερνιβίοις καὶ θυμιατηρίοις», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> [[ουροδοχείο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χερνίβιον:''' τό тазик для омовения рук Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Ar.Fr.316, And. 4.29 (cf. Ath.9.408c, wrongly citing Lys.). II chamber-pot, Hp.Epid.7.83.
German (Pape)
[Seite 1350] τό, dim. von χέρνιβον, Ar. fr. 298; so wollte Valck. und Wolf (Lpt. p. 376) bei Andoc. 4, 29 lesen.
Greek Monolingual
τὸ, Α χέρνιψ, -ιβος]
1. μικρό χέρνιβον, λεκανάκι («χρήσασθαι τοῑς χρυσοῑς χερνιβίοις καὶ θυμιατηρίοις», Ανδοκ.)
2. ουροδοχείο.
Russian (Dvoretsky)
χερνίβιον: τό тазик для омовения рук Arph.