καββάς: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(nl)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.
|elnltext=καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.
}}
{{elru
|elrutext='''καββάς:''' дор. Pind. part. к [[καταβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.

Greek Monolingual

καββάς (Α)
ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.

Greek Monotonic

καββάς: Επικ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

καββάς: дор. Pind. part. к καταβαίνω.