καλλιαστράγαλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλιαστράγαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αστράγαλος]]].
|mltxt=[[καλλιαστράγαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αστράγαλος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''καλλιαστράγᾰλος:''' имеющий красивые лодыжки (ὁ Ἰνδικὸς [[ὄνος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐαστράγᾰλος Medium diacritics: καλλιαστράγαλος Low diacritics: καλλιαστράγαλος Capitals: ΚΑΛΛΙΑΣΤΡΑΓΑΛΟΣ
Transliteration A: kalliastrágalos Transliteration B: kalliastragalos Transliteration C: kalliastragalos Beta Code: kalliastra/galos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον,

   A with fine ankle, Arist.HA499b22.

German (Pape)

[Seite 1309] mit schönen Knöcheln, Arist. H. A. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιαστράγαλος: -ον, ἔχων καλούς, κομψοὺς ἀστραγάλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33.

Greek Monolingual

καλλιαστράγαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + αστράγαλος].

Russian (Dvoretsky)

καλλιαστράγᾰλος: имеющий красивые лодыжки (ὁ Ἰνδικὸς ὄνος Arst.).