καταδαίνυμαι: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταδαίνυμαι:''' μέλ. <i>-δαίσομαι</i>, αποθ., [[καταβροχθίζω]], [[καταναλώνω]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''καταδαίνυμαι:''' μέλ. <i>-δαίσομαι</i>, αποθ., [[καταβροχθίζω]], [[καταναλώνω]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταδαίνῠμαι:''' (fut. καταδαίσομαι) поедать, пожирать (μάζας Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
English (LSJ)
only in aor. 1 κατεδαισάμην,
A devour, consume, νιν φλὸξ κατεδαίσατο Phryn.Trag.6, cf. Is.Fr.152, Theoc.4.34, Ael.NA 12.6, Ath.9.399a.
Greek (Liddell-Scott)
καταδαίνυμαι: μέλλ. -δαίσομαι, ἀποθ.:- καταβιβρώσκω, κατατρώγω, καταναλίσκω, μετ’ αἰτ., Φρύν. Τραγ. παρὰ Παυσ. 10. 31, 2, Θεόκρ. 4. 34, Αἰλ. π. Ζ. 12. 6.
French (Bailly abrégé)
f. καταδαίσομαι, ao. κατεδαισάμην;
manger, dévorer, consumer.
Étymologie: κατά, δαίνυμι.
Greek Monolingual
καταδαίνυμαι (Α)
καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δαίνυμαι «τρώγω»].
Greek Monotonic
καταδαίνυμαι: μέλ. -δαίσομαι, αποθ., καταβροχθίζω, καταναλώνω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
καταδαίνῠμαι: (fut. καταδαίσομαι) поедать, пожирать (μάζας Theocr.).