ἐξαπαρτάομαι: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(4) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαπαρτάομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐξαπαρτάομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαπαρτάομαι:''' быть подвешенным, висеть ([[μετέωρος]] ἐξαπηρτημένος Luc. - v. l. ἐξηρτημένος). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 870] pass., aufgehängt werden, schweben, Luc. V. H. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπαρτάομαι: παθ., κρέμαμαι, ἀλλ’ ἄνω μετέωρον ἐξαπηρτημένην (τὴν ναῦν) ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 9.
Greek Monotonic
ἐξαπαρτάομαι: Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαπαρτάομαι: быть подвешенным, висеть (μετέωρος ἐξαπηρτημένος Luc. - v. l. ἐξηρτημένος).