ἐκτυλίσσω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
(11) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξετυλίγω]] (AM [[ἐκτυλίσσω]])<br />[[ξετυλίγω]], [[ξεδιπλώνω]]<br />[[αναπτύσσω]] [[κάτι]] τυλιγμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εκτυλίσσομαι</i><br />(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, [[παρουσιάζω]] διαδοχικές φάσεις. | |mltxt=και [[ξετυλίγω]] (AM [[ἐκτυλίσσω]])<br />[[ξετυλίγω]], [[ξεδιπλώνω]]<br />[[αναπτύσσω]] [[κάτι]] τυλιγμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εκτυλίσσομαι</i><br />(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, [[παρουσιάζω]] διαδοχικές φάσεις. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκτῠλίσσω:''' развивать, развертывать (τὰν ἕλικα Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A unfold, develop, ἕλικα Ti.Locr.97c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτῠλίσσω: «ξετυλίζω», τὰν ἕλικα ἐκτυλίσσει Τίμ. Λοκρ. 97C.
Spanish (DGE)
1 desarrollar τὰν ἕλικα del curso solar, Ti.Locr.97c.
2 envolver con gasas el ombligo de un recién nacido, Aët.4.3.
Greek Monolingual
και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω)
ξετυλίγω, ξεδιπλώνω
αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο
νεοελλ.
μέσ. εκτυλίσσομαι
(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτῠλίσσω: развивать, развертывать (τὰν ἕλικα Plat.).