ζύγιμος: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(16) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζύγιμος]], -ον (Α) [[ζυγόν]]<br />[[ζύγιος]], αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («βοῡς [[ζύγιμος]]», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=[[ζύγιμος]], -ον (Α) [[ζυγόν]]<br />[[ζύγιος]], αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («βοῡς [[ζύγιμος]]», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζύγιμος:''' (ῠ) Polyb. = [[ζύγιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ζύγιος 1, βοῦς Plb.34.8.9.
German (Pape)
[Seite 1140] = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ζύγιμος: -ον, = ζύγιος, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. ἀντί του ζύγιος.
Greek Monolingual
ζύγιμος, -ον (Α) ζυγόν
ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῡς ζύγιμος», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
ζύγιμος: (ῠ) Polyb. = ζύγιος.