ἀνδροδάϊκτος: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδροδάϊκτος:''' [δᾰ]-ον ([[ἀνήρ]], δαΐζω), αυτός που σφάζει τους άνδρες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀνδροδάϊκτος:''' [δᾰ]-ον ([[ἀνήρ]], δαΐζω), αυτός που σφάζει τους άνδρες, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδροδάϊκτος:''' убивающий мужей, смертоносный ([[κόπανον]] Aesch.; [[κόπος]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[δᾰ], ον,
A man-slaying, murderous, A.Ch.860, cf. Fr.132.
German (Pape)
[Seite 218] mannmordend, κόπανον Aesch. Ch. 847; schwieriger ist das frg. des Aesch. bei Ar. Ran. 1263, wo es der Schol. auch trans., Andere pass., wo Männer getödtet werden, das Männergemetzel, übersetzen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροδάϊκτος: -ον, (δαΐζω) ὁ τοὺς ἄνδρας φονεύων, φονικός, πειραὶ (κατ’ ἄλλους πεῖραι) κοπάνων ἀνδροδαΐκτων Αἰσχύλ. Χο. 860· περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1264) «τί ποτ’ ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰήκοπον (ἢ ἰὴ κόπον) οὐ πελάθεις ἐπ’ ἀρωγάν; ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 5. 138· πρβλ. ἰήκοπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
homicide, meurtrier.
Étymologie: ἀνήρ, δαΐζω.
Spanish (DGE)
-ον
asesino de hombres, que mata hombres πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων A.Ch.860, ἀ. ... κόπον A.Fr.212b, cf. Ar.Ra.1264.
Greek Monolingual
ἀνδροδάικτος, -ον (Α)
αντροφονιάς, ανδροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + δαϊκτός < δαΐζω «σκοτώνω»].
Greek Monotonic
ἀνδροδάϊκτος: [δᾰ]-ον (ἀνήρ, δαΐζω), αυτός που σφάζει τους άνδρες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροδάϊκτος: убивающий мужей, смертоносный (κόπανον Aesch.; κόπος Arph.).