θεοισεχθρία: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεοισεχθρία:''' ἡ, = [[θεοσεχθρία]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''θεοισεχθρία:''' ἡ, = [[θεοσεχθρία]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεοισεχθρία:''' ἡ Arph., Dem. = [[θεοσεχθρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A hatefulness to the gods, villainy, D.22.59 (written θεοῖς ἐχθρίαν), prob. in Ar.V.418 (required by Cretic metre), in Archipp.35 (where the first two syll. coalesce), and in Luc.Lex.11: in the last three places codd. have θεοσεχθρία or θεὸς ἐχθρία (θεοσεχθρα v.l. Archipp. l.c.): θεοεχθρία is found in Sch.Ar.Ra.557, v.l. in Luc.Lex.l.c.; cf. θεοῖς ἐχθρός in D.19.95, 24.195.
Greek (Liddell-Scott)
θεοισεχθρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. θεοσεχθρία.
Greek Monolingual
θεοισεχθρία, ή (Α)
το μίσος προς τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεοίς, δοτ. πληθ. του θεός + εχθρία (< εχθρός)).
Greek Monotonic
θεοισεχθρία: ἡ, = θεοσεχθρία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θεοισεχθρία: ἡ Arph., Dem. = θεοσεχθρία.