ἀλκαθεῖν: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(6_20)
 
(1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλκᾰθεῖν''': ποιητ. ἀόρ. [[ἄνευ]] ἐνεστ. εὐχρήστου (ἴδε ἐν λ. [[ἀλέξω]]), [[ὑποστηρίζω]], ἀναφερόμενον ἐν Α. Β. 383 ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 425) καὶ Σοφ. (Ἀποσπ. 827)· πρβλ. ἀμυναθεῖν.
|lstext='''ἀλκᾰθεῖν''': ποιητ. ἀόρ. [[ἄνευ]] ἐνεστ. εὐχρήστου (ἴδε ἐν λ. [[ἀλέξω]]), [[ὑποστηρίζω]], ἀναφερόμενον ἐν Α. Β. 383 ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 425) καὶ Σοφ. (Ἀποσπ. 827)· πρβλ. ἀμυναθεῖν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλκαθεῖν:''' [inf. aor. 2] оказать помощь, помочь Aesch., Arph.
}}
}}

Revision as of 15:00, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκᾰθεῖν: ποιητ. ἀόρ. ἄνευ ἐνεστ. εὐχρήστου (ἴδε ἐν λ. ἀλέξω), ὑποστηρίζω, ἀναφερόμενον ἐν Α. Β. 383 ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 425) καὶ Σοφ. (Ἀποσπ. 827)· πρβλ. ἀμυναθεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκαθεῖν: [inf. aor. 2] оказать помощь, помочь Aesch., Arph.