πλάν: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλάν:''' Δωρ. αντί [[πλήν]]· [[πλανάτας]], Δωρ. αντί [[πλανήτης]].
|lsmtext='''πλάν:''' Δωρ. αντί [[πλήν]]· [[πλανάτας]], Δωρ. αντί [[πλανήτης]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλᾱ́ν Dor. voor πλήν.
}}
}}

Revision as of 15:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάν Medium diacritics: πλάν Low diacritics: πλαν Capitals: ΠΛΑΝ
Transliteration A: plán Transliteration B: plan Transliteration C: plan Beta Code: pla/n

English (LSJ)

Dor.for πλήν. πλανάτας, Dor. for πλανήτης.

Greek (Liddell-Scott)

πλάν: Δωρ. ἀντὶ πλήν, ― πλανάτας, Δωρ. ἀντὶ πλανήτης.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήν.

Greek Monotonic

πλάν: Δωρ. αντί πλήν· πλανάτας, Δωρ. αντί πλανήτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλᾱ́ν Dor. voor πλήν.