ἀγνοητικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(6_11)
(1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγνοητικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν ἄγνοιαν προσήκων, ἐσφαλμένος· τὰ ἀγν. πράττειν, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 13, 3.
|lstext='''ἀγνοητικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν ἄγνοιαν προσήκων, ἐσφαλμένος· τὰ ἀγν. πράττειν, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 13, 3.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγνοητικός:''' совершаемый по неведению: τὰ ἀγνοητικὰ πράττειν Arst. поступать ошибочно.
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγνοητικός Medium diacritics: ἀγνοητικός Low diacritics: αγνοητικός Capitals: ΑΓΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: agnoētikós Transliteration B: agnoētikos Transliteration C: agnoitikos Beta Code: a)gnohtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mistaken, τὰ ἀ. πράττειν Arist.EE1246a48.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνοητικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν ἄγνοιαν προσήκων, ἐσφαλμένος· τὰ ἀγν. πράττειν, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 13, 3.

Russian (Dvoretsky)

ἀγνοητικός: совершаемый по неведению: τὰ ἀγνοητικὰ πράττειν Arst. поступать ошибочно.