αἴγεος: Difference between revisions
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἴγεος:''' -α, -ον I. = [[αἴγειος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[αἰγέη]] (ενν. [[δορά]]), <i>ἡ</i>, το [[δέρμα]] της κατσίκας, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''αἴγεος:''' -α, -ον I. = [[αἴγειος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[αἰγέη]] (ενν. [[δορά]]), <i>ἡ</i>, το [[δέρμα]] της κατσίκας, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἴγεος:''' козий ([[ἀσκός]] Hom.; διφθέρη Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = αἴγειος, Od.9.196; διφθέραι Hdt.5.58. II Subst., αἰγέη (sc. δορά), ἡ, a goat's skin, Hdt.4.189; τὴν αἰγέαν J.AJ1.18.6, cf. LXX Nu.21.20; contr. αἰγῆ Hdn.Gr.1.310.
Greek (Liddell-Scott)
αἴγεος: -α, -ον, = αἴγειος, ὃ ἰδὲ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de chèvre ; ion. ἡ αἰγέη HDT peau de chèvre.
Étymologie: αἴξ.
English (Autenrieth)
(αἴξ): of a goat; ‘of goat's milk,’ or ‘goatskin,’ τυρός, ἀσκός, κυνέη.
= αἴγειος, ἀσκός, Od. 9.196†.
Spanish (DGE)
v. αἴγειος.
Greek Monotonic
αἴγεος: -α, -ον I. = αἴγειος, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως ουσ. αἰγέη (ενν. δορά), ἡ, το δέρμα της κατσίκας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
αἴγεος: козий (ἀσκός Hom.; διφθέρη Her.).