αἰσχυντηλία: Difference between revisions
From LSJ
περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἰσχυντηλία]], η (Α) [[αἰσχυντηλός]]<br />[[αιδημοσύνη]], [[ντροπαλότητα]], [[συστολή]]. | |mltxt=[[αἰσχυντηλία]], η (Α) [[αἰσχυντηλός]]<br />[[αιδημοσύνη]], [[ντροπαλότητα]], [[συστολή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰσχυντηλία:''' ἡ стыдливость, застенчивость Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A bashfulness, Plu.2.66c.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντηλία: ἡ, αἰδημοσύνη, Πλούτ. 2. 66C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pudeur, modestie.
Étymologie: αἰσχυντηλός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
timidez, carácter vergonzoso αἰσχυντηλίαν μὲν ἀναισχυντίᾳ φεύγειν Plu.2.66c, ὀργιλότης αἰσχυντηλία θαρραλεότης Plu.2.443d.
Greek Monolingual
αἰσχυντηλία, η (Α) αἰσχυντηλός
αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχυντηλία: ἡ стыдливость, застенчивость Plut.