ἀναθηματικός: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναθηματικός]], -ή, -όν) [[ἀνάθημα]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[ανάθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει ως [[ανάθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από αναθήματα. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναθηματικός]], -ή, -όν) [[ἀνάθημα]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[ανάθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει ως [[ανάθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από αναθήματα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναθημᾰτικός:''' заключающийся в жертвенных приношениях, жертвенный (τιμαί Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A consisting of votive offerings, τιμαί Plb.27.18.2.
German (Pape)
[Seite 188] zum Weihgeschenk gehörig, τιμαί, Ehren, die in Weihgeschenken, Statuen u. dgl. bestehen, Pol. 27, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθηματικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀναθημάτων, τιμαί Πολύβ. 27. 15, 3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν consistente en ofrendas votivas τιμαί Plb.27.18.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναθηματικός, -ή, -όν) ἀνάθημα
1. ο σχετικός με το ανάθημα
2. αυτός που χρησιμεύει ως ανάθημα
αρχ.
αυτός που αποτελείται από αναθήματα.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθημᾰτικός: заключающийся в жертвенных приношениях, жертвенный (τιμαί Polyb.).