ἀνεμοσφάραγος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμοσφάρᾰγος:''' -ον, αυτός που αντηχεί στους ανέμους, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀνεμοσφάρᾰγος:''' -ον, αυτός που αντηχεί στους ανέμους, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεμοσφάρᾰγος:''' (φᾰ) оглашаемый шумом ветра (κόλποι Pind.).
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμοσφάρᾰγος Medium diacritics: ἀνεμοσφάραγος Low diacritics: ανεμοσφάραγος Capitals: ΑΝΕΜΟΣΦΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: anemospháragos Transliteration B: anemospharagos Transliteration C: anemosfaragos Beta Code: a)nemosfa/ragos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A echoing to the wind, κόλποι Pi.P.9.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων Πινδ. Π. 9.6. [σφᾰ].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit du vent.
Étymologie: ἄνεμος, σφάραγος.

English (Slater)

ᾰνεμοσφᾰρᾰγος
   1 echoing in the wind ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων (P. 9.5)

Spanish (DGE)

(ἀνεμοσφάρᾰγος) -ον que resuenan con el viento κόλποι Pi.P.9.5.

Greek Monolingual

ἀνεμοσφάραγος, -ον (Α)
αυτός που αντηχεί από το φύσημα των ανέμων.

Greek Monotonic

ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, αυτός που αντηχεί στους ανέμους, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμοσφάρᾰγος: (φᾰ) оглашаемый шумом ветра (κόλποι Pind.).