ἀνθρωπόμιμος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀνθρωπομίμος, -ον (Α)<br />αυτός που μιμείται τον άνθρωπο, που έχει τη [[μορφή]] ανθρώπου. | |mltxt=ἀνθρωπομίμος, -ον (Α)<br />αυτός που μιμείται τον άνθρωπο, που έχει τη [[μορφή]] ανθρώπου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθρωπόμῑμος:''' подражающий людям, похожий на людей (λίθοι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A imitating men, Ps.Plu.Flun.14.3.
German (Pape)
[Seite 234] Menschen nachahmend, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπόμῑμος: -ον, ὁ μιμούμενος ἀνθρώπους, Ψευδο-Πλουτ. Περὶ ποταμ. 1157Α.
Spanish (DGE)
-ον
1 de forma humana λίθοι Thrasyll.Mend.2
•que imita a los hombres πίθηκοι Ign.Eph.p.237.
2 adv. -ως como un hombre Ctesipho 4.
Greek Monolingual
ἀνθρωπομίμος, -ον (Α)
αυτός που μιμείται τον άνθρωπο, που έχει τη μορφή ανθρώπου.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπόμῑμος: подражающий людям, похожий на людей (λίθοι Plut.).