ἄνθειον: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄνθειον:''' τό ([[ἄνθος]]), [[λουλούδι]], [[ανθός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἄνθειον:''' τό ([[ἄνθος]]), [[λουλούδι]], [[ανθός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄνθειον:''' τό беот. Arph. = [[ἄνθος]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A flower, blossom, dub. in Ar.Ach.869 (Boeot.).
German (Pape)
[Seite 231] τό, die Blüthe, böotisch, Ar. Ach. 834.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθειον: τό, Βοιωτ. = ἄνθος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 869.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fleur.
Étymologie: mot béotien p. ἄνθος.
Spanish (DGE)
-ου, τό beoc. flor Ar.Ach.869 (cód.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄνθειον: τό (ἄνθος), λουλούδι, ανθός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνθειον: τό беот. Arph. = ἄνθος I.