ἄπικρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄπικρος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[πικρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει πίκρες ή βάσανα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄπικρος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[πικρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει πίκρες ή βάσανα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπικρος:''' лишенный горечи Arst.
}}
}}

Revision as of 16:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπικρος Medium diacritics: ἄπικρος Low diacritics: άπικρος Capitals: ΑΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: ápikros Transliteration B: apikros Transliteration C: apikros Beta Code: a)/pikros

English (LSJ)

ον,

   A not bitter, τῷ ἤθει Arist.VV1250a42, cf. Ptol.Tetr.158.

German (Pape)

[Seite 291] ohne Bitterkeit, Arist. Virt. et vit. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπικρος: -ον, ὁ μὴ πικρός, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 4. 3.

Spanish (DGE)

-ον
no amargo ἄπικρον ... τῷ ἤθει dulce de carácter Arist.VV 1250a43.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄπικρος, -ον)
αυτός που δεν είναι πικρός
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πίκρες ή βάσανα.

Russian (Dvoretsky)

ἄπικρος: лишенный горечи Arst.