ἀποσαρκόομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσαρκόομαι''': παθ., συμπυκνοῦμαι, καθίσταμαι πυκνότερος, συνίσταται γὰρ ἡ [[σάρξ]] καὶ κομιδῇ ἀποσαρκοῦται Ἀριστ. Πρβλ. 1. 52, 3. 2) [[γίνομαι]] [[σάρξ]], ἐνσαρκοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἀποτίθημι]] τὴν σάρκα, Κύριλλ. Ἀλεξ., Ἰω. Δαμασκ. κλ. | |lstext='''ἀποσαρκόομαι''': παθ., συμπυκνοῦμαι, καθίσταμαι πυκνότερος, συνίσταται γὰρ ἡ [[σάρξ]] καὶ κομιδῇ ἀποσαρκοῦται Ἀριστ. Πρβλ. 1. 52, 3. 2) [[γίνομαι]] [[σάρξ]], ἐνσαρκοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἀποτίθημι]] τὴν σάρκα, Κύριλλ. Ἀλεξ., Ἰω. Δαμασκ. κλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποσαρκόομαι:''' (о мышечной ткани) восстанавливаться, разрастаться ([[σάρξ]] ἀποσαρκοῦται Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
dub. sens.,
A σὰρξ ἀποσαρκοῦται Arist.Pr.865b30 (fort. ἀποστρακοῦται), cf. 966a26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσαρκόομαι: παθ., συμπυκνοῦμαι, καθίσταμαι πυκνότερος, συνίσταται γὰρ ἡ σάρξ καὶ κομιδῇ ἀποσαρκοῦται Ἀριστ. Πρβλ. 1. 52, 3. 2) γίνομαι σάρξ, ἐνσαρκοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀποτίθημι τὴν σάρκα, Κύριλλ. Ἀλεξ., Ἰω. Δαμασκ. κλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσαρκόομαι: (о мышечной ткани) восстанавливаться, разрастаться (σάρξ ἀποσαρκοῦται Arst.).