ἁρματοτροφέω: Difference between revisions
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁρματοτροφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρέφω]] άλογα για αρματοδρομίες, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἁρματοτροφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρέφω]] άλογα για αρματοδρομίες, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁρμᾰτοτροφέω:''' держать или разводить упряжных (беговых) лошадей Xen., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A keep chariot-horses, esp. for racing, X.Ages.9.6, D.L.4.17, Phld.Acad.Ind.p.47 M.
German (Pape)
[Seite 355] Wagenpferde halten, bes. zum Wettfahren, Xen. Ages. 9, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματοτροφέω: διατηρῶ, τρέφω ἵππους πρὸς ἁρματηλασίαν, κυρίως δὲ πρὸς ἀγῶνας ἁρματοδρομίας, Ξεν. Ἀγησ. 9. 6, Διογ. Λ. 4. 17· πρβλ. ἅρμα 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entretenir une écurie de courses.
Étymologie: ἅρμα, τρέφω.
Spanish (DGE)
criar caballos de tiro para las carreras, X.Ages.9.6, Phld.Acad.Ind.47, D.L.4.17.
Greek Monotonic
ἁρματοτροφέω: μέλ. -ήσω, τρέφω άλογα για αρματοδρομίες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰτοτροφέω: держать или разводить упряжных (беговых) лошадей Xen., Diog. L.