ἀροτρευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀροτρευτήρ:''' ὁ, = [[ἀροτήρ]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀροτρευτήρ:''' ὁ, = [[ἀροτήρ]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀροτρευτήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[ἀροτήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = ἀροτήρ, ἀρούρης AP9.299 (Phil.); πόντου ib.242 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 357] ῆρος, ὁ, der Pflüger; πόντου, Schiffer, Antiphil. 41 (IX, 242).
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτρευτήρ: ὁ, = ἀροτήρ, ταῦροι .. ἀροτρευτῆρες ἀρούρης Ἀνθ. Π. 9. 299· πόντου ἀροτρευτὴρ ἐπιδέξιος αὐτόθι 242.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
arador, labrador (ταῦροι) ἀροτρευτῆρες ἀρούρης AP 9.299 (Phil.)
•fig. πόντου ἀ. marinero, AP 9.242 (Antiphil.).
Greek Monotonic
ἀροτρευτήρ: ὁ, = ἀροτήρ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀροτρευτήρ: ῆρος ὁ Anth. = ἀροτήρ.