ἀρεσκόντως: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρεσκόντως:''' επίρρ. από μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[ἀρέσκω]], με τρόπο αρεστό, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις προτιμήσεις κάποιου, σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀρεσκόντως:''' επίρρ. από μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[ἀρέσκω]], με τρόπο αρεστό, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις προτιμήσεις κάποιου, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρεσκόντως:''' угодно, приятно, по сердцу Eur., Plat.
}}
}}

Revision as of 17:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρεσκόντως Medium diacritics: ἀρεσκόντως Low diacritics: αρεσκόντως Capitals: ΑΡΕΣΚΟΝΤΩΣ
Transliteration A: areskóntōs Transliteration B: areskontōs Transliteration C: areskontos Beta Code: a)resko/ntws

English (LSJ)

(ἀρέσκω)

   A agreeably, ἀ. ἔχειν E.IT463 (lyr.), 581; ῥηθῆναι Pl.R.504b, X.Oec.11.19.

German (Pape)

[Seite 348] gefällig; genug, Eur. I. T. 463; Plat. Rep. VI, 304 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρεσκόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ ἀρέσκω, κατὰ τρόπον ἀρεστόν, Εὐρ. Ι. Τ. 463, 581, Πλάτ. Πολ. 504Β.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière agréable à, τινι.
Étymologie: ἀρέσκω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
adv. de forma agradable, agradablemente c. dat. σοι ... ἀ. ... τελεῖ E.IT 463, πᾶσι ... ἀ. ἔχει E.IT 581, ὑμῖν ἀ. ῥηθῆναι Pl.R.504b, ἀ. ... μοι ... ποιεῖν X.Oec.11.19.

Greek Monolingual

(AM ἀρεσκόντως) επίρρ. αρέσκω
προσφυώς, με τρόπο που ν' αρέσει.

Greek Monotonic

ἀρεσκόντως: επίρρ. από μτχ. Ενεργ. ενεστ. του ἀρέσκω, με τρόπο αρεστό, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις προτιμήσεις κάποιου, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρεσκόντως: угодно, приятно, по сердцу Eur., Plat.