ἁρπάξανδρος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁρπάξανδρος:''' -α, -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που αρπάζει και μεταφέρει τους άνδρες [[μακριά]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἁρπάξανδρος:''' -α, -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που αρπάζει και μεταφέρει τους άνδρες [[μακριά]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁρπάξανδρος:''' похищающий мужей ([[κῆρ]] Aesch. - v. l. [[ἀναρπάξανδρος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A snatching away men, A.Th.776, restored by Herm. (in fem. form ἁρπαξάνδραν) for ἀναρπ-.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui saisit les hommes.
Étymologie: ἁρπάζω, ἀνήρ.
Spanish (DGE)
-α, -ον ladrón de hombres de la esfinge, A.Th.776.
Greek Monotonic
ἁρπάξανδρος: -α, -ον (ἀνήρ), αυτός που αρπάζει και μεταφέρει τους άνδρες μακριά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁρπάξανδρος: похищающий мужей (κῆρ Aesch. - v. l. ἀναρπάξανδρος).